μελανιάζω

μελανιάζω
1. κάνω κάτι ή κάποιον μαύρο ή μελανωπό («τόν μελάνιασε στο ξύλο»)
2. γίνομαι μαύρος ή μελανωπός («μελάνιασα από το κρύο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελανιώ κατά τα ρήματα σε -άζω (πρβλ. δειλιῶ: δειλιάζω, χολιώ: χολιάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελανιάζω — μελανιάζω, μελάνιασα, μελανιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μελανιάζω — μελάνιασα, μελανιασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι μελανό, μαύρο: Ο πατέρας της τη μελάνιασε στο ξύλο. 2. αμτβ., γίνομαι μελανός, μαύρος: Μελάνιασαν τα χείλη μου από το κρύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελάνιασμα — το [μελανιάζω] το αποτέλεσμα τού μελανιάζω, η μελανότητα τού δέρματος …   Dictionary of Greek

  • αιματοκοπώ — χτυπώ, μελανιάζω, αιματοκόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + παραγωγ. κατάλ. κοπώ*] …   Dictionary of Greek

  • γαλαζώνω — [γαλάζιος] 1. φαίνομαι γαλάζιος 2. μελανιάζω, μπλαβίζω («γαλάζωσαν τα χείλη του απ το κρύο») 3. δίνω γαλάζιο χρώμα σε κάτι («έσκασ ο ήλιος, γαλάζωσε τον ουρανό») 4. περνώ ρούχα με λουλάκι, λουλακιάζω 5. ραντίζω με γαλαζόπετρα* …   Dictionary of Greek

  • γαριάζω — και γαρίζω (Μ γαρίζω) 1. λερώνω, λιγδιάζω («τό γάριασες το πουκάμισο») 2. (αμτβ., για ενδύματα κυρίως λευκά) παίρνω χρώμα κιτρινωπό από το κακό πλύσιμο, γανιάζω 3. μελανιάζω απ το κλάμα, γανιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαριάζω < γάρος ή < γαριά και… …   Dictionary of Greek

  • επιπερκάζω — ἐπιπερκάζω (Α) γίνομαι μαύρος, μαυρίζω, μελανιάζω, κυρίως για ώριμα σταφύλια και μτφ. για νεανίες που το πρόσωπό τους γίνεται μαυρειδερό από τα γένεια …   Dictionary of Greek

  • ματοκόβω — μαυρίζω ή μελανιάζω εξαιτίας κάποιου χτυπήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱματοκόβω < αἷμα, αἵματος + κόβω] …   Dictionary of Greek

  • μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή …   Dictionary of Greek

  • μελανιώ — άω [μέλας, ανος] μελανιάζω, μαυρίζω («η κοπανιά ώρες μελανιά κι ώρες βαθιά πληγώνει», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”